αποσαρκώνω

αποσαρκώνω
[-ώ (ο)] μετ. отделять мясо от костей;

αποσαρκώνομαι [-ούμαι] — исхудать, высохнуть


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποσαρκώνω" в других словарях:

  • αποσαρκώνω — (AM ἀποσαρκοῡμαι, όομαι) αφαιρώ τις σάρκες νεοελλ. ( ομαι) απισχναίνομαι, αδυνατίζω αρχ. μσν. αποβάλλω τη σάρκα αρχ. 1. καθίσταμαι πυκνότερος ή σφιχτότερος 2. γίνομαι σάρκα, ενσαρκώνομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»